- υποδείχνω
- υπόδειξα και υπέδειξα, υποδείχτηκα, υποδειγμένος1. δείχνω κάτι έμμεσα, πλάγια ή σιωπηρά, καθοδηγώ, πληροφορώ: Του υπέδειξα πώς να ενεργήσει.2. συμβουλεύω, προτείνω: Υπέδειξε τη λήψη απόφασης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.