υποδείχνω

υποδείχνω
υπόδειξα και υπέδειξα, υποδείχτηκα, υποδειγμένος
1. δείχνω κάτι έμμεσα, πλάγια ή σιωπηρά, καθοδηγώ, πληροφορώ: Του υπέδειξα πώς να ενεργήσει.
2. συμβουλεύω, προτείνω: Υπέδειξε τη λήψη απόφασης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποδείχνω — υποδείχνω, υπέδειξα βλ. πίν. 29 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υποδεικνύω — ὑποδεικνύω ΝΜΑ, και υποδείχνω Ν, και ὑποδείκνυμι ΜΑ [δείκνυμι / δεικνύω / δείχνω] δείχνω έμμεσα, διδάσκω με υποδείξεις ή υπαινιγμούς (α. «ποιος τού υπέδειξε να ακολουθήσει αυτή την τακτική;» β. «τίς ὑπέδειξεν ἡμῑν φυγεῑν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς» …   Dictionary of Greek

  • υποδηλώνω — υποδήλωσα, υποδηλώθηκα, υποδηλωμένος, φανερώνω κάτι έμμεσα, πλάγια, καλυμμένα, υποδείχνω: Το κύμα απεργιών υποδηλώνει αύξηση πληθωρισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”